καθυπάγω

καθυπάγω
καθυπάγω (AM)
παθ. καθυπάγομαι
υπάγομαι στην εξουσία κάποιου, υποτάσσομαι («τὴν βασιλεύουσαν πόλιν τυραννικῆ δουλείᾳ... καθυπηγμένην», Ευσ.)
μσν.
1. καταστρέφω εντελώς
2. παθ. ανήκω σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)* - + ὑπ-άγω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”